- νεογλαγής
- νεογλαγής, -ές (Α)1. αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να θηλάζει, ο νεογέννητος2. αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να παρέχει γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής, πολυ-γλαγής].
Dictionary of Greek. 2013.